- σφραγιδοφυλάκιον
- τὸ, Α1. θήκη κατάλληλη για τη φύλαξη δαχτυλιδιών και, γενικά, κοσμημάτων2. πυελίδα, σφενδόνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, -ίδος + φυλάκιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφραγιδοφυλάκιον — ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)